- περιδρομῆς
- περιδρομεύςambitiosusmasc nom plπεριδρομεύςambitiosusmasc nom/voc plπεριδρομήrunning roundfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обитѣкати — ОБИТѢКА|ТИ (5*), Ю, ѤТЬ гл. 1. Окружать, обтекать: ѡдержима же и та [земля] || посредѣ всѣ(х) свѧзана, ли моремь и внѣѹдѹ ѡбитѣка˫а великыи ѡки˫анъ всю землю вѣтромь двизает(с) и тече(т) (περιρρέων) ГА XIII–XIV, 42б–в. 2. Обходить, двигаться… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
περιδρομή — η, ΝΜΑ το να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», Ξεν. β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.) (μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες» … Dictionary of Greek